- κακοχυμία
- η(ιατρ.), αλλοίωση των χυμών του ανθρώπινου οργανισμού, κακή κατάσταση των σωματικών χυμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοχυμία — η (AM κακοχυμία) [κακόχυμος] ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών τού ανθρώπινου οργανισμού … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
cacoquimia — (Del gr. kakokimia, mal jugo < kakos, malo + kymos, jugo.) ► sustantivo femenino MEDICINA Alteración patológica de los humores del cuerpo. * * * cacoquimia (del gr. «kakochymía», mala calidad de un jugo) f. Med. Caquexia. * * * cacoquimia.… … Enciclopedia Universal
επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… … Dictionary of Greek
cacoquimia — (Del gr. κακοχυμία, de κακόχυμος, que tiene o produce mal jugo). 1. f. Enferma de tristeza o disgusto que le ocasiona estar pálida y melancólica. 2. Med. caquexia (ǁ estado de extrema desnutrición) … Diccionario de la lengua española